- γκάμμα
- η1. μουσική κλίμακα, διαπασών αρμονία τών φωνών2. φρ. «έχει πλατιά γκάμμα» — έχει πολλές δυνατότητες εκφράσεως, πλούσια εκφραστικά μέσα ή ποικίλες ικανότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gamma < ελλ. γάμμα (πρβλ. γαλλ. gamme)].
Dictionary of Greek. 2013.