γκάμμα

γκάμμα
η
1. μουσική κλίμακα, διαπασών αρμονία τών φωνών
2. φρ. «έχει πλατιά γκάμμα» — έχει πολλές δυνατότητες εκφράσεως, πλούσια εκφραστικά μέσα ή ποικίλες ικανότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gamma < ελλ. γάμμα (πρβλ. γαλλ. gamme)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”